- χειροήθεια
- χειρο-ήθεια, ἡ,A domestication, Arist.Phgn.809a33, Gp.16.1.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειροήθεια — ἡ, Α [χειροήθης] ημερότητα, εξημέρωση … Dictionary of Greek
χειροηθείας — χειροηθείᾱς , χειροήθεια domestication fem acc pl χειροηθείᾱς , χειροήθεια domestication fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροήθειαν — χειροήθεια domestication fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)